κροκίας

κροκίας
κροκίας, ὁ (Α)
λίθος με χρώμα κρόκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα -ίας (πρβλ. καπν-ίας, καρχαρ-ίας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κροκίαν — κροκίᾱν , κροκίας saffron coloured stone masc acc sg (attic epic doric aeolic) κροκίας saffron coloured stone masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… …   Dictionary of Greek

  • κροκίου — κρόκιον woollen fillet neut gen sg κροκίας saffron coloured stone masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”